ἀπεργμένον

ἀπεργμένον
ἀπό-ἔργνυμι
perf part mp masc acc sg (epic ionic)
ἀπό-ἔργνυμι
perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απείργω — ἀπείργω (Α) [είργω] 1. απομακρύνω, αποδιώκω, αποκλείω κάποιον 2. μέσ. απέρχομαι, απομακρύνομαι 3. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 4. αποκρούω, αναχαιτίζω, παρακωλύω 5. γίνομαι εμπόδιο, αποφράζω 6. χωρίζω, χρησιμεύω ως όριο, περιβάλλω 7. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”